Dictionary of Greek. 2013.
λώλαμα — το, ατος η τρέλα, η λωλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λωλαμός — ο [λωλαίνω] λώλαμα, ξεμώραμα … Dictionary of Greek